- μικροβασιλεύς
- μικροβασιλεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικροβασιλεύς — μικροβασιλεύς, έως, ὁ (Μ) βασιλιάς μικρού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βασιλεύς] … Dictionary of Greek
μικροβασιλεῖς — μικροβασιλεύς masc acc pl μικροβασιλεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροβασιλεία — μικροβασιλεία, ἡ (Μ) [μικροβασιλεύς] μικρό βασίλειο, μικρό κράτος … Dictionary of Greek
μικροβασιλέα — μικροβασιλέᾱ , μικροβασιλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)